- ξύει
- ξύ̱ει , ξύωscratchpres ind mp 2nd sgξύ̱ει , ξύωscratchpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυρίζει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσει, ξύει» … Dictionary of Greek
τρυγανώ — άω, και ασυναίρ. τ. τρυγονάω Α χτυπώ ελαφρά την πόρτα, θρυγανῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά στον τ. μτχ. τρυγανῶσα και θα μπορούσε να θεωρηθεί παρ. τής λ. τρυγών με σημ. «κάνω έναν ελαφρό θόρυβο στην πόρτα». Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε θρυγανῶσα,… … Dictionary of Greek